αφοδευτήριο

αφοδευτήριο
το (Μ ἀφοδευτήριον) [αφοδεύω]
αποχωρητήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφοδευτήριο — το το αποχωρητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακουφιστήριο — το αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακουφίζω. Η λ. κατ ευφημισμό. Μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αποχώρηση — η (AM ἀποχώρησις) απομάκρυνση, αναχώρηση νεοελλ. 1. χωρισμός 2. παραίτηση αρχ. 1. τόπος καταφυγής ή μέσα ασφάλειας 2. άδειασμα, κένωση 3. έκκριση, έκκριμα, περιττώματα 4. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο …   Dictionary of Greek

  • απόπατος — ο (Α ἀπόπατος) αφοδευτήριο, αποχωρητήριο αρχ. αποπάτημα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ ( έω), με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • θρανίο — το (ΑΜ θρανίον) [θρόνος] το κάθισμα τών κωπηλατών τής λέμβου, ο πάγκος νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο και με ερεισίνωτο, συνήθως, κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα 2. το ειδικό κάθισμα τών μαθητών ή τών σπουδαστών («σχολικό θρανίο») 3. ειδικό… …   Dictionary of Greek

  • θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …   Dictionary of Greek

  • καθέδρα — η (AM καθέδρα) 1. το μέρος στο οποίο κάθεται κάποιος, κάθισμα, θέση 2. επίσημη έδρα, θώκος, θρόνος 3. έδρα επισκοπικής αρχής, πόλη όπου υπάρχει επίσκοπος νεοελλ. φρ. «από καθέδρας» με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας… …   Dictionary of Greek

  • καμπινέ — το και καμπινές, ο αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cabinet] …   Dictionary of Greek

  • κοπροβολείον — κοπροβολεῑον, τὸ (Μ) 1. τόπος όπου συνήθως ρίχνουν ακαθαρσίες, κοπρώνας 2. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροβόλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κοπροβολῶ] …   Dictionary of Greek

  • κοπροδοχείο — το (ΑM κοπροδοχεῑον) 1. μέρος, λάκκος στον οποίο ρίχνονται κόπρανα, βόθρος 2. δοχείο, αγγείο για τα περιττώματα 3. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δοχεῖον < δέχομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”